- αντιισταμινικά
- Φάρμακα που ανήκουν σε πολλές χημικές σειρές, παράγονται συνθετικά και εμποδίζουν τη χρησιμοποίηση της ισταμίνης από τα κύτταρα του οργανισμού που είναι ευαίσθητα στη δράση αυτής της ουσίας. Κυριότερη ένδειξη των α. είναι όλες οι παθήσεις που προκαλούνται από αλλεργικούς μηχανισμούς και στις οποίες παράγεται ισταμίνη από τα σιτευτικά κύτταρα του οργανισμού. Τα α. χρησιμοποιούνται σε άτομα που προσβάλλονται από ορτικάρια, από αλλεργικό συνάχι, από πυρετό αλλεργικό από χόρτο, από ρινικό και βρογχικό άσθμα (αν και στην τελευταία αυτή ασθένεια το θεραπευτικό αποτέλεσμα είναι μερικές φορές πολύ φτωχό). Μια άλλη ένδειξη είναι οι αναφυλακτικές αντιδράσεις κατά τη θεραπεία με αντιδιφθεριτικό ή αντιτετανικό ορό. Όταν χρησιμοποιούνται σε ισχυρές δόσεις, τα α. προκαλούν ύπνο· το αποτέλεσμα αυτό το αξιοποιεί η ψυχιατρική, όπου τα α. χρησιμοποιούνται ως καταπραϋντικά.
Dictionary of Greek. 2013.